- υδροστατικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ισορροπία τών υγρών και στην πίεση που ασκείται πάνω στα τοιχώματα τού αγγείου που τα περιέχει2. το θηλ. ως ουσ. η υδροστατικήφυσ. κλάδος τής μηχανικής τών ρευστών που έχει ως αντικείμενο την μελέτη τών νόμων ισορροπίας τών υγρών και τών εμβυθιζόμενων σε αυτά σωμάτων3. φρ. «υδροστατική στάθμη» — η στάθμη μέχρι την οποία ανέρχεται το νερό μέσα στα φρεάτιαβ) «υδροστατικό παράδοξο»φυσ. παράδοξο φυσικό φαινόμενο, σύμφωνα με το οποίο η πίεση που ασκείται στον πυθμένα ενός δοχείου γεμάτου με ένα υγρό είναι, για δεδομένο ύψος τού υγρού, ανεξάρτητη από το σχήμα τού δοχείου παρά το γεγονός ότι το βάρος τού υγρού στο δοχείο εξαρτάται από αυτά.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hydrostatique (< υδρ[ο]-* + στατικός). Η λ. υδροστατική μαρτυρείται από το 1766 στον Ν. Θεοτόκη].
Dictionary of Greek. 2013.